- χοιριδιέμπορος
- χοιρ-ῐδιέμπορος, ὁ,A pig-dealer, PFay.108 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιριδιέμπορος — ὁ, Α χοιρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιρίδιον + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ έμπορος)] … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek